Δευτέρα 4 Ιουλίου 2011

Ήτανε Αέρας πάντα…



Όσο δύσκολο είναι να φυλακίσει κάποιος στις χούφτες του τον αέρα, άλλο τόσο είναι, να κρατήσει δίπλα του κάποιον που είναι η ενανθρώπιση του αέρα στην επίγεια ζωή.

Αυτοί οι άνθρωποι, μπαίνουν στη ζωή σου ξαφνικά, στην αρχή σαν ένα ανοιξιάτικο αεράκι που ξεγλιστράει δειλά από το μισάνοιχτο παράθυρο, αργότερα γίνονται μελτέμι, που σε παρασέρνει μαζί του και μετουσιώνει τη ζωή σου σε καλοκαιρινή περιπέτεια, σε οδηγούν σε μέρη που κανείς δεν έφτασε μέχρι τώρα και στο τέλος γίνονται λίβας και σε «καίνε». Οπότε μένεις μόνος για να περισυλλέξεις τα κομμάτια σου.
Η πηγή του κακού βέβαια δεν είναι αυτοί, που δεν μπορούν από τη φύση τους να «υποταχθούν» κάπου, το ανάθεμα πρέπει να το ρίξουμε στη δική μας ανθρώπινη φύση, που αρεσκόμαστε στη ζωή που περνάμε πλάι τους, αυτή η ζωή, η παράλογη, η οξυμένη, η άρρωστη μας γεμίζει.

Για να μπορέσεις να κρατήσεις, δίπλα σου τον αέρα έστω και για λίγο, θα πρέπει να υποβάλλεις τον εαυτό σου στη διαδικασία ενός ατέρμονου κυνηγιού. Το κυνήγι αυτό σε εξουθενώνει και σε δυναμώνει συνάμα. Γιατί έτσι και διαλέξεις μια φορά για στόχο της ζωής σου να φυλακίσεις τον αέρα, πια δεν μπορείς να σταματήσεις. Γίνεσαι αλκοολικός για ανοιχτούς ουρανούς.

Δυστυχώς βέβαια για εσένα, η ζωή με αυτούς τους ανθρώπους, είναι συνεχώς ανήσυχη και πότε - πότε ευτυχισμένη. Αντιθέτως πάλι η δική τους είναι συνεχώς ευτυχισμένη και ποτέ – ποτέ ανήσυχη. Ανησυχούν για να μην εγκλωβιστούν κάπου, πάντα επιθυμούν τους ανοιχτούς ορίζοντες ακόμη και αν είναι πρόσκαιρα ερωτευμένοι.

Όταν λοιπόν η ανησυχία τους αυτή αρχίζει να τους κατατρώει εσωτερικά σαν σαράκι, τότε αποφασίζουν είτε να σε αφήσουν, είτε σε αφήνουν να τους αφήσεις.

Κακά τα ψέματα το να γυρεύεις την αιωνιότητα είναι παιδαριώδες, δεν πρόκειται να τη βρεις σε ανθρώπινη σχέση.

Τέτοιες σχέσεις για να μπορέσεις κάποια μέρα να τις ξεπεράσεις θα πρέπει πρώτα να τις θρηνήσεις όπως τους αξίζει, με όλες τους τις τιμές.

Στην αρχή είναι πολύ δύσκολο, ο χρόνος ρίχνει στο ποτό φαρμάκι και όχι φάρμακο. Μη φοβηθείς όμως, γιατί σπυρί που αιμορράγησε, πέταξε έξω το κεντρί και γλίτωσε….

Και που ξέρεις, μπορεί στο τέλος να γίνεις και εσύ άνεμος και να μην πονάς πια….

«Με σκόρπισες ξανά στους πέντε ανέμους

και τώρα πια μ’ αυτούς θα ταξιδεύω.

Λάτρεψα και εγώ τους πέντε ανέμους

τις νύχτες τους φιλώ και τους χαϊδεύω και

γίνομαι άνεμος και εγώ…»